Εὐφράνορα

Εὐφράνορα
Εὐφράνωρ
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιτεύω — ΝΜΑ [σῑτος] δίνω άφθονη τροφή σε πτηνό ή σε άλλο ζώο για να παχύνει (α. «κίχλην παρά Λουκούλλῳ σιτευομένην», Πλούτ. β. «πιαίνει λέγε μὴ σιτεύει οὐ γὰρ ῥητορικόν», Θωμ. Μάγ.) νεοελλ. (για κρέας) παραμένω ωμός για ένα χρονικό διάστημα ώσπου να… …   Dictionary of Greek

  • Αντίδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος (4ος αι. π.Χ.). Μαθητής του Ευφράνορα και δάσκαλος του Νικία, ειδικός στην απεικόνιση ολυμπιονικών. 2. Αθηναίος κωμωδιογράφος (4ος αι. π.Χ.). Έγραψε τις κωμωδίες Μεμψίμοιρος και Πρωτόχορος,που δεν σώθηκαν …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών — Στεγάζεται στην αναστηλωμένη το 1956 από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή στοά που είχε οικοδομήσει στον ίδιο χώρο ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος το 2ο αι. π.Χ. Η συλλογή του μουσείου, από τις πιο αξιόλογες της Αθήνας, περιλαμβάνει ενδεικτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”